- λαθρακιάζω
- αμετ.1) гнить (о деревьях); 2) перен. чахнуть, хиреть
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λαθρακιάζω — 1. (για ξύλο) σαπίζω 2. (για πρόσ.) καταβάλλομαι, αδυνατίζω πάρα πολύ … Dictionary of Greek
λαθράκιασμα — το [λαθρακιάζω] 1. (για ξύλο) σάπισμα, σήψη 2. (για πρόσ.) σωματική εξάντληση, μεγάλη αδυναμία, κατάπτωση … Dictionary of Greek